ουρονικός

ουρονικός
-ή, -ό
φρ. «ουρονικά οξέα»
χημ. συνοπτική ονομασία ενώσεων, ανάλογων προς τα σάκχαρα, από τα οποία διαφέρουν ως προς την ακραία πρωτοταγή αλκοολική ομάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”